Αιπυγένεια

Αιπυγένεια
Αἰπυγένεια, η
στη Μυκην. γυναικείο όνομα, που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου [ai -pukeneja].
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς + γίγνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… …   Dictionary of Greek

  • αίπος — αἶπος, το (Α) 1. ύψωμα, γκρεμός 2. δύσκολο, επίμοχθο έργο, «βουνό» (πρβλ. τη μεταφορ. φράση «πρὸς αἶπος ἔρχεται» Ευριπ. Άλκ. 500) 3. κούραση, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶπος μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Ιπποκράτη, δηλ. πολύ αργότερα από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”